- λοπάδιον
- λοπάδιονoysterneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λοπάδιον — λοπάδιον, τὸ (AM) μσν. είδος οστράκου (αρχ. (υποκορ. τού λοπάς) τηγανάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοπάς, άδος «πιατέλα» + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. ομμάτ ιον, στόμ ιον)] … Dictionary of Greek
λοπαδίοις — λοπάδιον oyster neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοπαδίου — λοπάδιον oyster neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοπαδίων — λοπάδιον oyster neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοπαδίῳ — λοπάδιον oyster neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοπάδια — λοπάδιον oyster neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Улуабат — Лопадий (греч. λοπάδιον; соврем. Улуабад, Улуабад, Улабат; тур. Uluabat, Karacabey) средневековый византийский город, а ныне село у западной оконечности озера Улубат в иле Караджабей, Турция. Расположен в 6 км к юго востоку от г. Караджабей.… … Википедия
λοπάδι' — λοπάδια , λοπάδιον oyster neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)